ταυτοβουλία

ταυτοβουλία
η / ταὐτοβουλία, ΝΜΑ
ταύτιση βούλησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο)-* + -βουλία (< -βουλος < βουλή), πρβλ. συμ-βουλία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek

  • ταυτοθελής — ές, Μ 1. αυτός που έχει την ίδια θέληση ή την ίδια γνώμη με άλλον 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταὐτοθελές η ταυτοβουλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο) / ταυτ(ο) * + θελής (< θέλω), πρβλ. ἀγαθο θελής] …   Dictionary of Greek

  • ՆՈՅՆԱԽՈՀՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0440 Chronological Sequence: Unknown date գ. ταυτοβουλία consensus, eadem voluntas. Միախոհութիւն. համակամութիւն. *Ասեն, թէ հաւասարապատուութեամբ եւ նոյնախոհութեամբ եւ իշխանութեամբ անորոշելի է ʼի բանէն աստուծոյ՝ յորում բնակեցաւ մարդն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”